ζηλειάρης

ζηλειάρης
-α, -ικο [ζήλεια]
1. (για συζύγους ή εραστές) αυτός που ανησυχεί για τη συζυγική ή ερωτική πίστη, που διακατέχεται από το πάθος ζηλοτυπίας και το εκδηλώνει
2. αυτός που αισθάνεται θλίψη για την ευδοκίμηση κάποιου, ο ζηλόφθονος, ο φθονερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλεια + -άρης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ζηλειαρόγατος — ο παθολογικά ζηλιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζηλειάρης + γάτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”